- ἆλτ'
- ἆλτο , ἅλλομαιsal-aor ind mp 3rd sg (epic)ἆλτο , ἅλλομαιsal-aor ind mid 3rd sg (homeric doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλτ! — (λ. γερμ.), επιφώνημα που φανερώνει παρακίνηση, στάσου, σταθείτε: Ο σκοπός τούς φώναξε αλτ! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλτ — διεθνές γυμναστικό παράγγελμα στάσου! ακίνητος! [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. halt «στάσου» προστακτική τού ρ. halten «σταματώ»] … Dictionary of Greek
Liste deutscher Wörter in anderen Sprachen — Inhaltsverzeichnis 1 Albanisch 2 Arabisch 3 Bosnisch/Kroatisch/Serbisch 4 Bulgarisch 5 … Deutsch Wikipedia
άλσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. * * * το (Α ἄλσος) μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος νεοελλ. μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για… … Dictionary of Greek
άλτις — Ιερός δασώδης χώρος στην Ολυμπία κατά την αρχαιότητα, όπου υπήρχαν ο ναός του Ολυμπίου Διός, το Ηραίο, το Πελόπειο, το Μητρώο, οι χάλκινοι ανδριάντες των Ολυμπιονικών, η στοά της Ηχούς, οι θησαυροί των πόλεων και το Πρυτανείο. Αργότερα χτίστηκαν… … Dictionary of Greek
φερμάρω — (λ. ιταλ.), φερμάρισα και φέρμαρα 1. παρατηρώ κάτι με προσοχή, προσηλώνω το βλέμμα μου σταθερά σε κάτι ή σε κάποιον, το(ν) ατενίζω. 2. ενεδρεύω, καραδοκώ, παραφυλάω: Τον φερμάρανε στο σταυροδρόμι και τον ληστέψανε. 3. κάνω να σταματήσει κάτι που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)